- συνεκπολεμώ
- (I)-έω, Ακυριεύω, νικώ κάποιον μαζί με άλλους («αὐτὸς συνεκπολεμήσει αὐτοὺς μεθ' ὑμῶν», ΠΔ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκπολεμῶ (Ι) «παροτρύνω ή εμπλέκω σε πόλεμο»].————————(II)-όω, ΜΑ1. εξεγείρω, παρακινώ κάποιον σε κοινό πόλεμο εναντίον κάπου άλλου2. παθ. συνεκπολεμοῦμαι, -όομαιγίνομαι εχθρός με κάποιον («συνεκπολεμουμένοι πρὸς ἀλλήλους», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκπολεμῶ (Η) «παρασύρω κάποιον σε πόλεμο»].
Dictionary of Greek. 2013.